πολυκολύμβοισι

πολυκολύμβοισι
πολυκόλυμβος
oft-diving
masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πολυκόλυμβος — ον, Α αυτός που κολυμπάει συχνά, που κολυμπάει πολύ («χαίροντες [oἱ βάτραχοι] ῷδῆς πολυκολύμβοισι μέλεσιν»). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κόλυμβος (< κολυμβῶ), πρβλ. ευ κόλυμβος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”